πάτριοι

πάτριοι
πάτριος
of
masc nom/voc pl
πάτριος
of
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάτριος — α, ο / πάτριος, ία, ον και πάτριος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προέρχεται από τους πατέρες, από τους προγόνους, κληρονομικός, πατροπαράδοτος (α. «πάτριοι νόμοι» β. «πάτριοι θεοί») 2. αυτός που ανήκει στον πατέρα ή στους πατέρες, στους προγόνους… …   Dictionary of Greek

  • ГЕНЕТЛИИ —    • Γενέθλιος η̉μέρα          и τὰ γενέθλια, назывался день рождения и ежегодное празднование его при жизни лица; поминание же в этот день умерших называлось γενεσια (см. это слово). Θεοὶ γενέθλιοι боги, покровительствующие рождению, вероятно …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”